- λιπόβιοι
- λῐπό-βῐοι· νεκροί, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιπόβιοι — λιπόβιοι, οἱ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «νεκροί». [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + βιος (< βίος), πρβλ. αιωνό βιος, νυκτερό βιος] … Dictionary of Greek